πολυδιήγητος

πολυδιήγητος
-η, -ο, Ν
1. (για γεγονός) αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο για να τόν διηγηθεί κανείς
2. συνεκδ. περιπετειώδης («πολυδιήγητη εκδρομή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -διήγητος (< διηγούμαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυδιήγητος — η, ο 1. για γεγονότα, αυτός που για τη διήγησή του χρειάζεται πολύς χρόνος. 2. ο γεμάτος περιπέτειες: Πολυδιήγητα ταξίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”