- πολυδιήγητος
- -η, -ο, Ν1. (για γεγονός) αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο για να τόν διηγηθεί κανείς2. συνεκδ. περιπετειώδης («πολυδιήγητη εκδρομή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -διήγητος (< διηγούμαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.